- φιλτροπόσιμον
- τὸ, Αφιλτρόποτον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + πόσιμον, ουδ. τού επιθ. πόσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλτροπόσιμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτροπόσιμα — φιλτροπόσιμον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)